χωροστάθμη

χωροστάθμη
η геод. нивелир

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χωροστάθμη" в других словарях:

  • χωροστάθμη — η, Ν είδος στάθμης που χρησιμοποιείται από τους τοπογράφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + στάθμη (πρβλ. υδρο στάθμη)] …   Dictionary of Greek

  • χωροστάθμη — η η τοπογραφική στάθμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροχωροστάθμη — η, Ν η τοπογραφική υδροστάθμη, ο υδροστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χωροστάθμη] …   Dictionary of Greek

  • χωροσταθμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χωροστάθμηση («χωροσταθμικά όργανα» β. «χωροσταθμική επιφάνεια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χωροστάθμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] …   Dictionary of Greek

  • χωροσταθμώ — Ν εκτελώ χωροστάθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωροστάθμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] …   Dictionary of Greek

  • χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»